japonês - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

japonês - translation to ρωσικά

PÁGINA DE DESAMBIGUAÇÃO DE UM PROJETO DA WIKIMEDIA
Nipônico; Japones; Japonêsa

iene japonês         
MOEDA DO JAPÃO
Iéne; Yen; Yene; Yen japonês; JPY; Yen japanês; Iene japonês; Ienes; JP¥
японская йена
iene japonês         
MOEDA DO JAPÃO
Iéne; Yen; Yene; Yen japonês; JPY; Yen japanês; Iene japonês; Ienes; JP¥
японская йена
куртка      
japona (f)

Ορισμός

Japonês
adj.
Relativo ao Japão.
m.
Habitante do Japão ou indivíduo natural do Japão.
Língua falada pelos Japoneses.
T. de Lisbôa.
Provinciano, que vem a Lisbôa, fazendo parte de commissões, destinadas a representar aos poderes públicos sôbre interesses locaes.
(Do chin. ji + pen)

Βικιπαίδεια

Japonês


Japonês, Japoneses, Japonesa ou Japonesas pode referir-se a:

  • Japão
  • Japoneses — povo do Japão
  • Língua japonesa
  • Peixe-japonês ou Carassius auratus — espécie de peixe